ὁρκωμοτικόν

ὁρκωμοτικόν
ὁρκωμοτικός
used in oaths
masc acc sg
ὁρκωμοτικός
used in oaths
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορκωμοτικός — ὁρκωμοτικός, ή, όν (ΑΜ) [ορκωμότης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο ή στην ορκωμοσία, ή αυτός που χρησιμοποιείται στη διαδικασία τής ορκωμοσίας μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁρκωμοτικόν έγγραφο το οποίο επιβεβαιώνει όρκο που δόθηκε. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ВИЗАНТИЙСКИЕ АКТЫ — документы правового характера, один из важнейших видов документальных исторических источников Византийской империи. Совр. визант. дипломатика относит к В. а. не только собственно акты, т. е. письменные документы юридического характера, но и… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”